Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀφετήριον ἕρμα

См. также в других словарях:

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • HERMAE — I. HERMAE apud C. Nep. Alcib. c. 3. Accidit, ut unâ nocte omnes Hermae, qui in opp. erant Athenis, deicerentur, praeter unum, qui ante ianuam Andocidis erat, Andocidisque Hermes vocatus est. Graecis Ε῞ρμαι, sunt τετράγωνοι κίονες,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»